- λοιβαίος
- λοιβαῑος, -αία, -ον (Α) [λοιβή]αυτός που χρησίμευε για τη σπονδή («λοιβαία κύλιξ», Αθήν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λοιβαίας — λοιβαίᾱς , λοιβαῖος of fem acc pl λοιβαίᾱς , λοιβαῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιβή — λοιβή, δωρ. τ. λοιβά, ἡ (Α) 1. η σπονδή, ιδίως με υγρά, που προσφερόταν στους θεούς, η χοή («βωμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐίσης, λοιβῆς τε κνίσης τε», Ομ. Ιλ.) 2. το νερό («λοιβὴν Στυγὸς ὤμοσεν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λείβω «χύνω, κάνω σπονδή».… … Dictionary of Greek